- φιοριτούρα
- η, Ν·1. διάνθισμα2. μουσ. α) ποίκιλμα που προσθέτει ο τραγουδιστής, κατά βούληση, σε μια μουσική φράσηβ) φθόγγος ή ομάδα φθόγγων, αυτοσχεδιαζόμενοι ή γραμμένοι, οι οποίοι παρεμβάλλονται στη φωνητική ή ενόργανη μελωδία για να τήν καλλωπίσουν ή για να εξάρουν τη δεξιοτεχνία3. φλυαρία, υπεκφυγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fioritura «άνθηση» < fiorito, μτχ. παρακμ. τού ρ. fiorire «ανθίζω» < λατ. floreo «ανθίζω» < flos, floris «άνθος»].
Dictionary of Greek. 2013.